- επισφύζω
- ἐπισφύζω (Α)εξακολουθώ να σφύζω, πάλλω, κτυπώ ακόμη περισσότερο («οὐκ ἔτ’ ὄψει τὰ μετὰ τὸν βρόχον ἐπισφύζοντα», Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφύζω «πάλλομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισφύζοντα — ἐπισφύζω continue to throb pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπισφύζω continue to throb pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)